Dictionary of Greek. 2013.
τρυπί — το, Ν μικρή τρύπα, τρυπούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπα, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *τρυπίον] … Dictionary of Greek
τρυπίτσα — και διαλ. τ. τρουπίτσα, η, Ν υποκορ. μικρή τρύπα, τρυπούλα … Dictionary of Greek